- ἡμιμέθυσος
- ἡμι-μέθῠσος, ον, ([etym.] μεθύω) = foreg., Poll.6.160.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιμέθυσος — ἡμιμέθυσος, ον (Α) ημιμεθής … Dictionary of Greek
ἡμιμέθυσος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμέθυσα — ἡμιμέθυσος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek